- απογέρνω
- -όγειρα, -ογερμένος1. γέρνω ελαφρά προς κάποιο μέρος, κλίνω: Το φορτίο του μουλαριού απογέρνει λίγο δεξιά.2. γέρνω οριστικά, εντελώς στο ένα μέρος: Τα στάρια με τη χθεσινή βροχή απόγειραν πια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.